-
1 κάρτα
κάρτα (vgl. κάρτος), stark, sehr, bes. ion. u. poet.; δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς μοι Aesch. Ag. 814; μολόντα δ' αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς Eum. 15; δεῖ κάρτα ϑύειν Suppl. 445; vgl. ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; κάρτα μαίνομαι Soph. Tr. 446; κάρτ' ἂν εὐτυχεῖν δοκῶ Ai. 257; εἰ καὶ μακρὰ κάρτ' ἐστίν Tr. 1208; κάρτα προςχωρεῖν πόλει Eur. Med. 222; ἥδομαι Her. 1, 27; ϑεραπεύειν, im Ggstz von μετρίως, 3, 80. 6, 125; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade, 6, 52. 8, 27 u. Hippocr. Seltener bei den Komikern, wie Ar. Ach. 518 Av. 342, u. in attischer Prosa; Plat. nur Tim. 25 d als v. l., πηλοῦ κάρτα βαϑέος für die vulg. καταβραχέος. Von Sp. Luc. calumn. 3 Plut. de superst. 10.
-
2 κάρτα
κάρτα, stark, sehr; ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade -
3 καρτα
adv.1) очень, весьмаκ. δεόμενος Her. — усердно убеждая;
κ. θεραπεύειν τινά Her. — оказывать кому-л. чрезвычайное внимание;κ. οὐκ οἰκός ἐστι Her. — крайне неправдоподобно;κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Aesch. — с виду весьма похожий2) вполне, целикомκ. μνείαν ἔχειν τινός Eur. — быть полным воспоминаний о ком(чем)-л.;
κ. ἐγχώριος Aesch. — чистокровный туземец;κ. δ΄ ὢν ἐπώνυμος πομπαῖος ἴσθι Aesch. — в точном соответствии с твоим прозвищем, будь (Оресту) проводником;κ. δ΄ εἰμὴ τοῦ πατρός Aesch. — я целиком на стороне отца;ἦ κ. и καὴ κ. Aesch., Soph. — конечно же, безусловно; -
4 κάρτα
κάρταvery: indeclform (adverb)κάρτᾱ, κάρτοςstrength: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
5 κάρτα
κάρτᾰ (cf. κράτος), Adv., freq. in [dialect] Ion. and Trag., rare in Com. and [dialect] Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,A very, extremely; with Verbs, very much;κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16
;ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3
; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80;κ. δεόμενος Id.8.59
;κ. ὀξύ Hp. Acut.58
;κ. πρευμενεῖς A.Ag. 840
;κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch. 174
;εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr. 1218
;ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med. 328
, cf. 222, etc.; once in Pl.,πηλοῦ κ. βραχέος Ti. 25d
; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av. 342 (troch.).2 surely, in very deed,κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413
; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th. 658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu. 738;κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th. 939
(lyr.); ἦ κ. Id.Ag. 592, 1252, S.El. 312, 1278, etc.;σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22
.3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement,τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος.. καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125
; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι.. ; Answ.καὶ κ... S.OC65
; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο.. ; Answ.καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90
; once in Ar.,καὶ κ. μέντἂν.. καθείλκετε Ach. 544
; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance,ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191
, cf. 3.104, 6.52. -
6 κάρτα
Grammatical information: adv.Meaning: `strongly, very' (Ion., trag.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From *καρτύς = κρατύς (cf. καρτερός, κάρτιστος), s. κράτος. On the ending -α Schwyzer 622f., RuijghPage in Frisk: 1,793Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρτα
-
7 κάρτα
-
8 καρτά
καρτόςshorn smooth: neut nom /voc /acc plκαρτά̱, καρτόςshorn smooth: fem nom /voc /acc dualκαρτά̱, καρτόςshorn smooth: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 κάρτα
[карта] ουσ. Θ. карточкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάρτα
-
10 κάρτα
[карта] ουσ θ карточка. (визитная и т. д), открытка. -
11 κάρτα
carte -
12 κάρτα
1) bilet (m) rzecz.2) karta (f) rzecz.3) pocztówka (f) rzecz.4) widokówka (f) rzecz. -
13 κάρτα
1) karta2) legitimace3) pohlednice -
14 κάρτα
1) card2) postcardΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κάρτα
-
15 κάρθ'
κάρτα, κάρταvery: indeclform (adverb) -
16 κάρτ'
κάρτα, κάρταvery: indeclform (adverb) -
17 карта
[κάρτα] ουσ. θ. χάρτης -
18 карта
[κάρτα] ουσ θ χάρτης -
19 kart
κάρτα, επισκεπτήριο -
20 kartvizit
κάρτα, επισκεπτήριο
См. также в других словарях:
κάρτα — very indeclform (adverb) κάρτᾱ , κάρτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… … Dictionary of Greek
καρτά — καρτός shorn smooth neut nom/voc/acc pl καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc/acc dual καρτά̱ , καρτός shorn smooth fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτα — η (λ. ιταλ.), ταχυδρομικό δελτάριο, καρτ ποστάλ, επισκεπτήριο: Την Πρωτοχρονιά στέλνουμε κάρτες στους φίλους και τους συγγενείς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… … Dictionary of Greek
Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… … Dictionary of Greek
κάρθ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρτ' — κάρτα , κάρτα very indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek
Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin … Wikipedia Español
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek